- στηθολαλιά
- η, Νιατρ.1. φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ακρόαση τού θώρακα και συνίσταται στο ότι η φωνή και ο βήχας τού αρρώστου φαίνονται να βγαίνουν απευθείας από το στήθος, κυρίως σε περιπτώσεις ύπαρξης μεγάλων κοιλοτήτων στον πνεύμονα2. φρ. «άφωνη στηθολαλιά» — ακροαστικό φαινόμενο που συνίσταται στο ότι ο γιατρός ακούει τον άρρωστο, που ψιθυρίζει, σαν να μιλά μεγαλόφωνα και που παρατηρείται σε περιπτώσεις ύπαρξης άφθονου εξιδρώματος στον υπεζωκότα.
Dictionary of Greek. 2013.