στηθολαλιά

στηθολαλιά
η, Ν
ιατρ.
1. φαινόμενο που παρατηρείται κατά την ακρόαση τού θώρακα και συνίσταται στο ότι η φωνή και ο βήχας τού αρρώστου φαίνονται να βγαίνουν απευθείας από το στήθος, κυρίως σε περιπτώσεις ύπαρξης μεγάλων κοιλοτήτων στον πνεύμονα
2. φρ. «άφωνη στηθολαλιά» — ακροαστικό φαινόμενο που συνίσταται στο ότι ο γιατρός ακούει τον άρρωστο, που ψιθυρίζει, σαν να μιλά μεγαλόφωνα και που παρατηρείται σε περιπτώσεις ύπαρξης άφθονου εξιδρώματος στον υπεζωκότα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”